-
1 αλογα
τά (sc. ζῷα) бессловесные существа, т.е. животные Xen., Plat., Plut. -
2 άλογα
-
3 ἄλογα
-
4 αλόγα
η кобыла (тж. груб. о женщине) -
5 ἄλογα
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄλογα
-
6 άλογα
коњиГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > άλογα
-
7 извоз
-а α. (προεπαν.) αγώγι (για τη μεταφορά ανθρώπων ή φορτίου με άλογα)•он занимается -ом αυτός κάνει τον αγωγιάτη•
держать г διατηρώ άλογα για αγώγι.
-
8 курьерский
επ.του κλητήρα. || του ταχυδρόμου.εκφρ.курьерский поезд – ταχυδρομική αμαξοστοιχία•- ая тройка – ταχεία ταχυδρομική άμαξα (με τρία άλογα)•- ие лошади – ταχυδρομικά άλογα•как на -их – ολοταχώς. -
9 пароконный
επ.δυό αλόγων, με δυό άλογα•-ая подвода αμάξι με δυό άλογα.
-
10 тройка
-и, γεν. πλθ. троек, δοτ. тройкам θ.1. τρία, ο αριθμός 3• написать -у γράφω τον αριθμό τρία.2. ο σχολικός βαθμός τρία (3).3. το τριάρι, το τρία (παιγνιόχαρτο, ζάρι κ.τ.τ.).4. η τρόικα (αμάξι με τρία άλογα• τα τρία άλογα του αμαξιού).5. τριάδα, τριμελής επιτροπή ή τριμελές όργανο.6. κοστούμι από τρία μέρη: σακκάκι, παντελόνι, γιλέκο ή γυναικείο ταγέρ ι: σακκάκι, φούστα, γιλέκο. -
11 ἀ-νὀητος
ἀ-νὀητος, 1) ungedacht, unverhofft, wunderbar, Η. h. Merc. 80; unbegreiflich, dem νοητός entggstzt, Plat. Phaed. 80 b. – 2) akt., nicht denkend, Plat. Parm. 182 c; nicht einsehend, unverständig, Soph. Ai. 162; oft in Prosa, meist von Menschen, bes. Kindern, vgl. Plat. Gorg. 464 d ἐν ἀνδράσιν οὕτως ἀνοήτοις ὥσπερ οἱ παῖδες; unbesonnen, dem προνοητικός entggstzt, Xen. Mem. 1, 3, 9; δόξαι Plat. Phil. 12 d; πρᾶγμα Gorg. 512 d; ἔγκλημα Xen. Oec. 11, 3; übh. = ἄλογα, Arist. Nic. Eth. 10, 2, 4. Auch im Ggstz von σώφρων, der seine Lüfte nicht beherrscht, so τὰ ἀνόητα, = ἀφροδίσια, Ar. Nubb. 416. – Superl., ἀνοητότατος καὶ ἀφρονέστατος Plat. Conv. 181 b. – Adv. ἀνοήτως, unverständig, ἀνοητότερον διατεϑεὶς πρός τινα Lys. 3, 4.
-
12 ἄ-λογος
ἄ-λογος, 1) unvernünftig, καὶ ϑηριώδης, ἡδονή Plat. Rep. IX, 591 c, u. so öfter Plut.; dem ἔλλογος entgegenges., Arist. Eth. Nic. 10, 2, 1; τὰ ἄλογα, Thiere, Xen. Hier. 7, 3. – 2) widersinnig, abgeschmackt, dem λόγον ἔχον entgegengesetzt, Plat. Soph. 258 e. – 3) unerwartet, Thuc. 6, 46, wo der Ggstz προςδεχομένῳ ἦν; so neben ἀπροςδόκητος Dem. 23, 58, außer der Berechnung liegend. – 4) durch Worte nicht auszudrücken, unaussprechlich, Soph. frg. 241; ἐπιστήμη Plat. Theaet. 201 d; στοιχεῖα 203 b u. öfter; bei den Mathem. irrational; auch sprachlos, σιγή Plat. Legg. III, 696 d; Luc. dom. 1; ἡμέρα, zu öffentlichen Verhandlungen nicht geeignet, Lexiph. 9. – Adv. schweigend, Soph. O. C. 130; widersinnig, dem εἰκότως entgegenges., Isocr. 4, 150; ἀλόγως ἔχειν, unverständig sein, Dem. Lpt. 24 u. öfter, ohne Grund.
-
13 ἔλ-λογος
-
14 αγνωστος
21) неизвестный, неведомый, незнакомый(τινι Hom.)
ἄγνωστον ἐς γῆν Eur. — в неведомую страну2) неузнаваемый(ἄγνωστον τεύχειν τινά Hom.)
3) непонятный4) непознаваемыйἄ. καθ΄ αὑτόν Arst. — непознаваемый в своей сущности5) незнающий(τινος Pind.)
6) бессильный познать, невежественный(δύναμις ἀνθρωπίνη Luc.)
-
15 доморощенный
доморощенн||ыйприл1. ἀναθρεμμένος εἰς τό σπίτι:\доморощенныйые лошади ἄλογα μεγαλωμένα (или θρεμμένα) στό σπίτι·2. перен ирон. πρωτόγονος, ἀξεστος:\доморощенный поэт ὁ στιχοπλόκος, ὁ ποετάστρος. -
16 жеребиться
жереб||и́тьсянесов γεννῶ (γιά ἄλογα). -
17 засыпать
засы́пать Iсов см. засыпать III.засыпа́ть IIнесов ἀποκοιμιέμαι, ἀποκοιμῶμαι.засыпа́ть IIIнесов1. (яму и т. /ι.) γεμίζω ὡς ἐπάνω, σκεπάζω:\засыпать песком σκεπάζω μέ ἄμμο·2. (забрасывать) ραίνω, γεμίζω:\засыпать цветами ραίνω μέ ἄνθη· \засыпать подарками γεμίζω μέ δῶρα· \засыпать кого-л. вопросами βομβαρδίζω κάποιον μέ ἐρωτήσεις·3. (насыпать) ρίχνω, βάζω:\засыпать овса лошадям ρίχνω βρώμη στά ἄλογα. -
18 карусель
карусельж τό καρουσέλι, τά ἀλογα-τάκια. -
19 понести
понес||ти́сов см. нести 1, 4, 5· ◊ лошади \понестили́ τά ἄλογα ἀφηνίασαν. -
20 распрягать
распрягатьнесов ξεζεύω, ἀποζευγνύω:\распрягать лошадей ξεζεύω τά ἄλογα \распрягаться ξε-ζεύομαι, ἀποζευγνύομαι.
См. также в других словарях:
αλόγα — η 1. μεγεθυντικό του άλογο η φοράδα. 2. κοροϊδευτικά για μεγαλόσωμη γυναίκα: Βρε, τι αλόγα είναι αυτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλόγα — Μικρό νησί στον κόλπο του Μούδρου της Λήμνου κοντά στα ακρωτήρια Σαγάδρα και Καλογεράκι. Έχει μήκος περίπου 1.200 μ. και πλάτος γύρω στα 300 μ. Καθορίζει δύο από τα τρία στόμια του λιμανιού του Μούδρου, το μεσαίο και το δυτικό, προς τον Μαύρο… … Dictionary of Greek
ἄλογα — ἄλογος without neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἄλογα — ἄλογα , ἄλογος without neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλογ' — ἄλογα , ἄλογος without neut nom/voc/acc pl ἄλογε , ἄλογος without masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
τέθριππος — Αυτός που σύρεται από 4 άλογα (ίππους). Το τέθριππο άρμα είχε 2 μεσαία άλογα, που τα έλεγαν ζυγίους, και 2 ακραία, τους σειραίους ή σειροφόρους ή παρηόρους. Το χρησιμοποιούσαν ιδίως στις αρματοδρομίες της Ολυμπίας. Αρχικά τα άλογα ήταν κανονικά,… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek